- ᾠοτοκοῦσι
- ᾠοτοκέωlay eggspres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)ᾠοτοκέωlay eggspres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάβραξ — ο (AM λάβραξ, Μ και λάβρακας) [λάβρος] το ψάρι λαβράκι («ᾠοτοκοῡσι δὲ πάντες οἱ λεπιδωτοί, οἷον λάβραξ, κεστρεύς, κέφαλος», Αριστοτ.) αρχ. μτφ. (για πρόσ.) αδηφάγος … Dictionary of Greek